Versuch
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- προσπάθειαFemininum, weiblich | θηλυκό fVersuchαπόπειραFemininum, weiblich | θηλυκό fVersuchVersuch
- δοκιμήFemininum, weiblich | θηλυκό fVersuch auch | και, επίσηςa. Technik | τεχνικήTECHVersuch auch | και, επίσηςa. Technik | τεχνικήTECH
- πείραμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nVersuch Chemie | χημείαCHEMVersuch Chemie | χημείαCHEM