„Test“: Maskulinum, männlich TestMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δοκιμή, τεστ, διαγώνισμα δοκιμήFemininum, weiblich | θηλυκό f Test τεστNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Test Test διαγώνισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Test Prüfung Test Prüfung