Probelauf
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- δοκιμαστική λειτουργίαFemininum, weiblich | θηλυκό fProbelaufProbelauf
- δοκιμαστική δοκιμήFemininum, weiblich | θηλυκό fProbelauf Sport | αθλητισμόςSPORTProbelauf Sport | αθλητισμόςSPORT