σαγηνευτικός
[sajineftiˈkos], σαγηνευτική, σαγηνευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- bezaubernd, verführerischσαγηνευτικόςσαγηνευτικός
Thank you for your feedback!