„unterworfen“: Adjektiv unterworfenAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υπόδουλος, υποκείμενος υπόδουλος, υποκείμενος unterworfen unterworfen examples etwas+Dativ | +δοτική +dat unterworfen sein υπόκειμαι σε κάτι etwas+Dativ | +δοτική +dat unterworfen sein