„υποκείμενος“ υποκείμενος [ipoˈkjimenos], υποκείμενη, υποκείμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unterworfen unterworfen υποκείμενος υποκείμενος examples υποκείμενος σε χρονικό περιορισμό zeitgebunden υποκείμενος σε χρονικό περιορισμό