Unterlagen
Femininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- βάσηFemininum, weiblich | θηλυκό fUnterlagen Arbeits-, SchreibunterlagenUnterlagen Arbeits-, Schreibunterlagen
- έγγραφοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nUnterlagen BelegUnterlagen Beleg
- έγγραφαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplUnterlagen häufigPlural | πληθυντικός plUnterlagen häufigPlural | πληθυντικός pl