έγγραφα
[ˈeŋɣrafa]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unterlagenπληθυντικός | Plural plέγγραφαέγγραφα
examples
- έγγραφα αυτοκινήτουWagenpapiereπληθυντικός | Plural pl
- έγγραφα εκτελωνισμούZollpapiereπληθυντικός | Plural pl