unschlüssig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- διστακτικόςunschlüssigunschlüssig
examples
- unschlüssig seinαμφιταλαντεύομαι, είμαι διστακτικός
Thank you for your feedback!