„αμφιταλαντεύομαι“: αποθετικό ρήμα αμφιταλαντεύομαι [amfitalanˈdevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-εύτηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wanken, unschlüssig sein wanken, unschlüssig sein αμφιταλαντεύομαι αμφιταλαντεύομαι