„unbestimmt“: Adjektiv unbestimmtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αόριστος, ακαθόριστος αόριστος, ακαθόριστος unbestimmt vage unbestimmt vage examples auf unbestimmt Zeit για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα auf unbestimmt Zeit