„umfassend“: Adjektiv umfassendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ευρύς, εκτενής, εντατικός ευρύς, εκτενής umfassend umfassend εντατικός umfassend intensiv umfassend intensiv