Umarmung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αγκάλιασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nUmarmungεναγκαλισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mUmarmungαγκαλιάFemininum, weiblich | θηλυκό fUmarmungUmarmung