„εναγκαλισμός“: αρσενικό εναγκαλισμός [enaŋgalizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Umklammerung Umklammerungθηλυκό | Femininum, weiblich f εναγκαλισμός εναγκαλισμός