„αγκάλιασμα“: ουδέτερο αγκάλιασμα [aŋˈgaʎazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Umarmung Umarmungθηλυκό | Femininum, weiblich f αγκάλιασμα αγκάλιασμα