„übereinanderliegen“: transitives Verb übereinanderliegentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βρίσκομαι πάνω στο άλλο βρίσκομαι πάνω στο άλλο übereinanderliegen übereinanderliegen