„Stall“: Maskulinum, männlich StallMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Ställe> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στάβλος, αχούρι, κοτέτσι στάβλοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Stall αχούριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stall Stall κοτέτσιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stall Hühnerstall Stall Hühnerstall