„στάβλος“: αρσενικό στάβλος [ˈstavlos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stall Stallαρσενικό | Maskulinum, männlich m στάβλος στάβλος examples στάβλος ιππασίας Reitstallαρσενικό | Maskulinum, männlich m στάβλος ιππασίας