Speisesaal
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τραπεζαρίαFemininum, weiblich | θηλυκό fSpeisesaalSpeisesaal
- εστιατόριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSpeisesaal HotelαίθουσαFemininum, weiblich | θηλυκό f φαγητούSpeisesaal HotelSpeisesaal Hotel