„τραπεζαρία“: θηλυκό τραπεζαρία [trapezaˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Esszimmer Esszimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich n τραπεζαρία τραπεζαρία