segeln
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.; Hilfsverb haben | βοηθητικό ρήμα habenh.>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- segeln
- κάνω ιστιοπλοΐαsegeln Sport | αθλητισμόςSPORTsegeln Sport | αθλητισμόςSPORT