„schlüpfen“: intransitives Verb schlüpfenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γλιστρώ, τρυπώνω, σκάω, χώνομαι, βγαίνω γλιστρώ (durch μέσα από) schlüpfen τρυπώνω, χώνομαι (in+Akkusativ | +αιτιατική +akk σε) schlüpfen schlüpfen σκάω, βγαίνω schlüpfen aus dem Ei schlüpfen aus dem Ei