τρυπώνω
[triˈpono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schlüpfen, sich versteckenτρυπώνω κρύβομαιτρυπώνω κρύβομαι
τρυπώνω
[triˈpono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- versteckenτρυπώνω κρύβωτρυπώνω κρύβω
- heftenτρυπώνω ύφασματρυπώνω ύφασμα