„schlicht“: Adjektiv schlichtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απλός, λιτός, απέριττος, σκέτος απλός, λιτός, απέριττος schlicht schlicht σκέτος schlicht in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig schlicht in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig