„bieder“: Adjektiv biederAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συντηρητικός, μικροαστικός συντηρητικός, μικροαστικός bieder bieder