„Dutzendware“: Femininum, weiblich DutzendwareFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τεμάχιο μαζικής παραγωγής τεμάχιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n μαζικής παραγωγής Dutzendware Dutzendware