schillernd
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αστραφτερός, λαμπερόςschillerndschillernd
- αινιγματικός, μυστηριώδηςschillernd in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigschillernd in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig