„αστραφτερός“ αστραφτερός [astrafteˈros], αστραφτερή, αστραφτερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) strahlend, glänzend strahlend, glänzend αστραφτερός αστραφτερός