„αινιγματικός“ αινιγματικός [eniɣmatiˈkos], αινιγματική, αινιγματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) rätselhaft rätselhaft αινιγματικός αινιγματικός