schachmatt
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- που έχει υποστεί ρουα ματschachmattschachmatt
- αποτυχημένος, ηττημένοςschachmatt in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumgschachmatt in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumg