„rutschig“: Adjektiv rutschigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γλιστερός, ολισθηρός γλιστερός, ολισθηρός rutschig rutschig examples rutschig sein γλιστρώ, είμαι ολισθηρός rutschig sein