„γλιστερός“ γλιστερός [ɣlisteˈros], γλιστερή, γλιστερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) rutschig, schlüpfrig, glatt rutschig, schlüpfrig, glatt γλιστερός γλιστερός examples γλιστερός σαν χέλι aalglatt γλιστερός σαν χέλι γλιστερός πάγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Glatteisουδέτερο | Neutrum, sächlich n γλιστερός πάγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m