αναθεώρηση
[anaθeˈorisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Überprüfungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναθεώρηση άποψηςαναθεώρηση άποψης
- Revisionθηλυκό | Femininum, weiblich fαναθεώρηση νομικός όρος | Rechtswesenνομαναθεώρηση νομικός όρος | Rechtswesenνομ