„prall“: Adjektiv prallAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γεμάτος, φουσκωμένος, σφιχτός, μεστός, γεμάτος γεμάτος, φουσκωμένος prall voll prall voll σφιχτός prall fest prall fest μεστός, γεμάτος prall stramm prall stramm examples in der prallen Sonne liegen είμαι ξαπλωμένος στο λιοπύρι in der prallen Sonne liegen