„ορθόδοξος“ ορθόδοξος [orˈθoðoksos], ορθόδοξη, ορθόδοξοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) orthodox orthodox ορθόδοξος ορθόδοξος