„παρθένα“: θηλυκό παρθένα [parˈθena]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Jungfrau Jungfrauθηλυκό | Femininum, weiblich f παρθένα παρθένα examples παρθένα γηθηλυκό | Femininum, weiblich f Neulandουδέτερο | Neutrum, sächlich n παρθένα γηθηλυκό | Femininum, weiblich f