„Indiz“: Neutrum, sächlich IndizNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-es; -ien> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ένδειξη ένδειξηFemininum, weiblich | θηλυκό f Indiz auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR Indiz auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR