„ledig“: Adjektiv ledigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανύπαντρος, ελεύθερος, άγαμος ανύπαντρος, ελεύθερος ledig ledig άγαμος ledig Amtssprache ledig Amtssprache