„άγαμος“ άγαμος [ˈaɣamos], άγαμη, άγαμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj διοικητικός όρος | amtlichδιοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ledig ledig άγαμος άγαμος