„ανύπαντρος“ ανύπαντρος [aˈnipandros], ανύπαντρη, ανύπαντροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unverheiratet, ledig unverheiratet, ledig ανύπαντρος ανύπαντρος