laden
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t <lädt; lud; geladen; Hilfsverb haben | βοηθητικό ρήμα habenh.>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- φορτώνωladen Frachtladen Fracht
- γεμίζωladen Waffeladen Waffe
- ανοίγωladen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT öffnenladen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT öffnen
- laden Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Schrift, Datei
- φορτώνωladen Laufwerk, Datenträgerladen Laufwerk, Datenträger
- φορτίζωladen Elektrizität, Elektrotechnik | ηλεκτρολογίαELEKladen Elektrizität, Elektrotechnik | ηλεκτρολογίαELEK
- καλώladen einladen Rechtswesen | νομικός όροςJUR vorladenladen einladen Rechtswesen | νομικός όροςJUR vorladen
laden
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- die Webseite lädt noch Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTη ιστοσελίδα φορτώνει ακόμη