„krankenhausreif“: Adjektiv krankenhausreifAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τον τραυμάτισαν τόσο σοβαρά ώστε να χρήζει νοσοκομειακής περίθαλψης examples sie haben ihn krankenhausreif geschlagen τον τραυμάτισαν τόσο σοβαρά ώστε να χρήζει νοσοκομειακής περίθαλψης sie haben ihn krankenhausreif geschlagen