„Kette“: Femininum, weiblich KetteFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αλυσίδα, αλυσίδα, κολιέ αλυσίδαFemininum, weiblich | θηλυκό f Kette auch | και, επίσηςa. Auto | αυτοκίνητοAUTO Kette auch | και, επίσηςa. Auto | αυτοκίνητοAUTO αλυσίδαFemininum, weiblich | θηλυκό f Kette Halskette κολιέNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Kette Halskette Kette Halskette examples sie will ihren Mann an die Kette legen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig θέλει να αλυσοδέσει τον άντρα της sie will ihren Mann an die Kette legen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig