κολιέ
[koˈʎe]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, κολιές [koˈʎes] <-έδες>αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Halsketteθηλυκό | Femininum, weiblich fκολιέCollierουδέτερο | Neutrum, sächlich nκολιέκολιέ