„gräulich“: Adjektiv gräulichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φρικαλέος, υπόφαιος, γκριζωπός φρικαλέος gräulich gräulich υπόφαιος, γκριζωπός gräulich grau gräulich grau