„Gitter“: Neutrum, sächlich GitterNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάγκελο κάγκελοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Gitter Gitter examples er sitzt momentan hinter Gittern in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig αυτή τη στιγμή βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα της φυλακής er sitzt momentan hinter Gittern in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig