„gefedert“: Adjektiv gefedertAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έχω καλές αναρτήσεις examples gut gefedert sein Auto | αυτοκίνητοAUTO έχω καλές αναρτήσεις gut gefedert sein Auto | αυτοκίνητοAUTO