„feststehen“: intransitives Verb feststehenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καθορίζομαι, είμαι καθορισμένος, είμαι βέβαιος σίγουρος καθορίζομαι, είμαι καθορισμένος feststehen festgelegt sein feststehen festgelegt sein είμαι βέβαιοςoder | ή od σίγουρος feststehen sicher sein feststehen sicher sein examples eines steht fest ένα πράγμα είναι βέβαιοoder | ή od σίγουρο eines steht fest