„faul“: Adjektiv faulAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σάπιος, κλούβιος, τεμπέλης, οκνηρός, φτηνός, σαχλός, κρύος σάπιος faul verfault faul verfault κλούβιος faul Ei faul Ei τεμπέλης, οκνηρός faul träge faul träge φτηνός faul Ausrede faul Ausrede σαχλός, κρύος faul Witz faul Witz