τεμπέλης
[temˈbelis]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, τεμπέλα, τεμπέλικοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
τεμπέλης
[temˈbelis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Faulpelzαρσενικό | Maskulinum, männlich mτεμπέληςτεμπέλης
- Nichtstuerαρσενικό | Maskulinum, männlich mτεμπέλης άχρηστοςτεμπέλης άχρηστος